ζωοδότρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζωοδότρα | οι | ζωοδότρες |
γενική | της | ζωοδότρας | — | |
αιτιατική | τη | ζωοδότρα | τις | ζωοδότρες |
κλητική | ζωοδότρα | ζωοδότρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζωοδότρα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ζωοδότης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζωοδότρα
|