Μετάβαση στο περιεχόμενο

διδάσκω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διδάσκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διδάσκω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðiˈða.sko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διδάσκω

διδάσκω, αόρ.: δίδαξα, παθ.φωνή: διδάσκομαι, π.αόρ.: διδάχτηκα/-χθηκα, μτχ.π.π.: διδαγμένος, ενεργητικές μετοχές διδάσκων, διδασκόμενος

  1. μεταδίδω με συστηματικό τρόπο τη γνώση που έχω για ένα αντικείμενο σε κάποιον άλλον
  2. εργάζομαι ως δάσκαλος ή καθηγητής
      είνα μαθηματικός και διδάσκει στο Γυμνάσιο της γειτονιάς μας
  3. μεταφέρω στους ακροατές μου μια ηθική διδασκαλία, ένα μήνυμα
      ο Χριστός δίδασκε την αγάπη
      ο μύθος αυτός μας διδάσκει την αξία της αληθινής φιλίας
  4. (θέατρο) σκηνοθετώ (κατά την αρχαία σημασία)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διδάσκω < αιτιολογικός αναδιπλασιασμός της ρίζας ἐδάην («έμαθα, δίδαξα», αόριστος που δεν μαρτυρείται στον ενεστώτα) με εναρκτικό επίθημα -σκω < πρωτοελληνική *di-dəs-skō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dens- (μαθαίνω, διδάσκω, χρησιμοποιώ πνευματικές δυνάμεις). Ομόρριζο με τα λατινικά disco (μαθαίνω), doceo (διδάσκω)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]