teach
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | teach |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | teaches |
αόριστος | taught |
παθητική μετοχή | taught |
ενεργητική μετοχή | teaching |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
teach (en)