teaching
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
teaching | teachings |
teaching (en)
- (μη μετρήσιμο) η διδασκαλία
- ↪ Teaching is difficult.
- Η διδασκαλία είναι δύσκολη.
- ↪ Teaching is difficult.
- η εκπαίδευση
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]teaching (en)