διδάσκομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διδάσκομαι: Παθητική φωνή του διδάσκω

Ρήμα[επεξεργασία]

διδάσκομαι, μετοχή ενεστώτα διδασκόμενος, μετοχή αορίστου διδαχθείς, μετοχή παρακειμένου διδαγμένος

ο μαθητής διδάσκεται τα εξής θεωρητικά μαθήματα ...
τα μαθηματικά διδάσκονται στο γυμνάσιο τέσσερις ώρες την εβδομάδα

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]