κρεμάστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρεμάστρα < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή κρεμάστρα < αρχαία ελληνική κρεμάθρα.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε (κρεμώ) κρεμασ- + -τρα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɾeˈma.stɾa/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρεμάστρα θηλυκό
- αντικείμενο με το σχήμα των ανθρώπινων ώμων όπου κρεμάμε τα ρούχα ώστε να μην τσαλακώνονται όταν τοποθετηθούν σε ντουλάπα ή άλλο μέρος
- επιτοίχια ή επιδαπέδια κατασκευή με άγκιστρα απ' όπου κρεμάμε ρούχα ή άλλα αντικείμενα
- δείτε και κρεμαστάρι
[επεξεργασία]
- κρεμαστάρι
- κρεμαστός
- → και δείτε τη λέξη κρεμάω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κρεμάστρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρεμάστρα
|
[επεξεργασία]
- ↑ κρεμάστρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τρα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)