hook
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hook | hooks |
hook (en)
- ο γάντζος, το άγκιστρο
- ↪ safety hook - άγκιστρο ασφαλείας
- το αγκίστρι
- ↪ I bait a hook.
- Δολώνω αγκίστρι.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fishing hook
- ↪ I bait a hook.
- (πληροφορική) κώδικας που επιτρέπει μια εφαρμογή να προσθέσει ο χρήστης της ώστε να τροποποιήσει τις λειτουργίες τις
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | hook |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hooks |
αόριστος | hooked |
παθητική μετοχή | hooked |
ενεργητική μετοχή | hooking |
hook (en)
- (μεταβατικό) αγκιστρώνω, στερεώνω κάτι σε άγκιστρο
- ↪ Once I hook it, I will throw the fishing line.
- Μόλις αγκιστρώσω, θα ρίξω την πετονιά.
- ↪ Once I hook it, I will throw the fishing line.
- (μεταβατικό) αγκιστρώνω, πιάνω ένα ψάρι χρησιμοποιώντας αγκίστρι
- (μεταβατικό) αγκιστρώνω, γαντζώνω, πιάνω, συγκρατώ σε ένα άγκιστρο
- ↪ Her dress was hooked on a nail.
- Το φόρεμά της αγκιστρώθηκε/γαντζώθηκε σ' ένα καρφί.
- ↪ Her dress was hooked on a nail.
- (αμετάβατο) αγκιστρώνομαι, γαντζώνομαι, εξαρτώμαι σε κάτι ή κάποιον
- ↪ He was hooked on power.
- Αγκιστρώθηκε στην εξουσία.
- ↪ He was hooked on power.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- hooking - πληροφορική στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 5, 181. ISBN 9780194325684., λήμμα: άγκιστρο, αγκίστρι, αγκιστρώνω, γαντζώνω