hook
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hook | hooks |
hook (en)
- γάντζος
- αγκίστρι
- (πληροφορική) κώδικας που επιτρέπει μια εφαρμογή να προσθέσει ο χρήστης της ώστε να τροποποιήσει τις λειτουργίες τις
Ρήμα[επεξεργασία]
hook (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
hooking - πληροφορική στην αγγλική Βικιπαίδεια