catch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
catch | catches |
catch (en)
- το πιάσιμο
- ↪ a catch of the ball by the goalkeeper - πιάσιμο της μπάλας από τον τερματοφύλακα
- το συνολικό ποσό των πραγμάτων που πιάνονται
- ↪ a huge catch of fish - μια πολύ μεγάλη ψαριά
- η μπετούγια, το κούμπωμα
- ↪ the catch of a door - η μπετούγια μιας πόρτας
- ↪ The catch on my handbag is broken.
- Είναι σπασμένο το κούμπωμα της τσάντας μου.
- (ανεπίσημο) η παγίδα, μια κρυφή δυσκολία ή μειονέκτημα
- ↪ There’s a catch to it.
- Κρύβει κάποια παγίδα.
- ↪ There’s a catch to it.
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | catch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | catches |
αόριστος | caught |
παθητική μετοχή | caught |
ενεργητική μετοχή | catching |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
catch (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πιάνω, σταματώ και κρατάω ένα κινούμενο αντικείμενο ή άτομο, ειδικά στα χέρια μου
- ↪ She caught the ball.
- Έπιασε την μπάλα.
- ↪ She caught the ball.
- (μεταβατικό) προλαβαίνω, παίρνω ένα μεταφορικό μέσο, είμαι στην ώρα μου για λεωφορείο, τρένο, αεροπλάνο κτλ. και μπαίνω σε αυτό
- (μεταβατικό) κρυώνω, κολλάω μεταδοτική αρρώστια
- (μεταβατικό) πιάνω, ακούω ή καταλαβαίνω κάτι
- ↪ I didn’t catch the end of the sentence.
- Δεν έπιασα/άκουσα το τέλος της πρότασης.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand
- ↪ I didn’t catch the end of the sentence.
- (μεταβατικό) πιάνω, ανακαλύπτω ότι κάποιος κάνει κάτι, ειδικά κάτι λάθος
- ↪ I caught him eating some sweets.
- Τον έπιασα να κλέβει γλυκό.
- ↪ If I ever catch you doing that…
- Αν σε πιάσω ποτέ να κάνεις αυτό…
- ↪ I caught him eating some sweets.
- (μεταβατικό) προλαβαίνω, είμαι στην ώρα μου να κάνω κάτι, να μιλήσω με κάποιον κτλ.
- ↪ I ran and caught him just before he left.
- Έτρεξα και τον πρόλαβα λίγο πριν φύγει.
- ↪ I ran and caught him just before he left.
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) ακούω ή βλέπω κάτι· παρακολουθώ κάτι
- ↪ We caught the game/the event/the show.
- Παρακολουθήσαμε το παιχνίδι/μια εκδήλωση/την εκπομπή.
- ↪ We caught the game/the event/the show.
- (μεταβατικό) πιάνω, συμβαίνει απροσδόκητα και προκαλεί σε κάποιον μια δύσκολη κατάσταση
- ↪ We were caught in fog.
- Μας έπιασε ομίχλη.
- ↪ We were caught in fog.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πιάνω, κολλάω σε κάτι· κάνω κάτι να κολλήσει
- ↪ The nail caught (on) her dress.
- Το καρφί έπιασε το φόρεμά της.
- ↪ Her dress was caught on a nail.
- Το φόρεμά της πιάστηκε σ' ένα καρφί.
- ↪ The nail caught (on) her dress.
- συλλαμβάνω
Σύνθετα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Λήμματα με τον όρο 'catch' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'catch' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Πηγές[επεξεργασία]
- catch (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- catch (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 483. ISBN 9780194325684., λήμμα: κρυώνω