contract
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά 1[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
contract | contracts |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
contract (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- one-sided contract revision, unconscionable contract: για συμβόλαιο που τροποποιήθηκε μόνο από τον ένα συμβαλλόμενο
Προφορά 2[επεξεργασία]
ενεστώτας | contract |
γ΄ ενικό ενεστώτα | contracts |
αόριστος | contracted |
παθητική μετοχή | contracted |
ενεργητική μετοχή | contracting |
Ρήμα[επεξεργασία]
contract (en)
- συμβάλλομαι
- ↪ The engineers are contracted with the city.
- Οι μηχανικοί συμβάλλονται με την πόλη.
- ↪ The engineers are contracted with the city.
- κολλάω μεταδοτική αρρώστια, αρρωσταίνω