συστέλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συστέλλω < αρχαία ελληνική συστέλλω < σύν + στέλλω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική contracter)
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]συστέλλω (παθητική φωνή: συστέλλομαι)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ασύστολα
- ασύστολος
- ασυστόλως
- συστολέας
- συστολή
- συστολικά
- συστολικός
- → δείτε τις λέξεις συν και στέλλω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συστέλλω | συνέστελλα | θα συστέλλω | να συστέλλω | συστέλλοντας | |
β' ενικ. | συστέλλεις | συνέστελλες | θα συστέλλεις | να συστέλλεις | σύστελλε | |
γ' ενικ. | συστέλλει | συνέστελλε | θα συστέλλει | να συστέλλει | ||
α' πληθ. | συστέλλουμε | συστέλλαμε | θα συστέλλουμε | να συστέλλουμε | ||
β' πληθ. | συστέλλετε | συστέλλατε | θα συστέλλετε | να συστέλλετε | συστέλλετε | |
γ' πληθ. | συστέλλουν(ε) | συνέστελλαν συστέλλαν(ε) |
θα συστέλλουν(ε) | να συστέλλουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνέστειλα | θα συστείλω | να συστείλω | συστείλει | ||
β' ενικ. | συνέστειλες | θα συστείλεις | να συστείλεις | σύστειλε | ||
γ' ενικ. | συνέστειλε | θα συστείλει | να συστείλει | |||
α' πληθ. | συστείλαμε | θα συστείλουμε | να συστείλουμε | |||
β' πληθ. | συστείλατε | θα συστείλετε | να συστείλετε | συστείλτε | ||
γ' πληθ. | συνέστειλαν συστείλαν(ε) |
θα συστείλουν(ε) | να συστείλουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συστείλει | είχα συστείλει | θα έχω συστείλει | να έχω συστείλει | ||
β' ενικ. | έχεις συστείλει | είχες συστείλει | θα έχεις συστείλει | να έχεις συστείλει | έχε συνεσταλμένο | |
γ' ενικ. | έχει συστείλει | είχε συστείλει | θα έχει συστείλει | να έχει συστείλει | ||
α' πληθ. | έχουμε συστείλει | είχαμε συστείλει | θα έχουμε συστείλει | να έχουμε συστείλει | ||
β' πληθ. | έχετε συστείλει | είχατε συστείλει | θα έχετε συστείλει | να έχετε συστείλει | έχετε συνεσταλμένο | |
γ' πληθ. | έχουν συστείλει | είχαν συστείλει | θα έχουν συστείλει | να έχουν συστείλει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συνεσταλμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συνεσταλμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συνεσταλμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συνεσταλμένο |