συστέλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συστέλλω < αρχαία ελληνική συστέλλω < σύν + στέλλω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική contracter)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siˈste.lo/

Ρήμα[επεξεργασία]

συστέλλω (παθητική φωνή: συστέλλομαι)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]