contracter
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- contracter < λατινική contractus < contrahere (συσφίγγω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɔ̃.tʁa.kte/
- ⓘ
Ρήμα
[επεξεργασία]contracter (fr)
contracter (fr)