συστολικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συστολικά < συστολικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]συστολικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συστολικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]συστολικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συστολικός