catch on

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας catch on
γ΄ ενικό ενεστώτα catches on
αόριστος caught on
παθητική μετοχή caught on
ενεργητική μετοχή catching on

Ετυμολογία [επεξεργασία]

catch on < → δείτε τις λέξεις catch και on

Ρήμα[επεξεργασία]

catch on (en)

  1. πιάνω, γίνεται δημοφιλές ή μοντέρνο
    The new fashion caught on.
    Η νέα μόδα έπιασε.
  2. (ανεπίσημο) αρχίζω να καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα
    He doesn’t catch on very quick, does he?
    Δεν μπαίνει στο νόημα γρήγορα, ε;
    When he caught on to what I was hinting at…
    Όταν μπήκε στο νόημά του τι ήθελα να πω απέξω απέξω…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand

Πηγές[επεξεργασία]