hook up with
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | hook up with |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hooks up with |
αόριστος | hooked up with |
παθητική μετοχή | hooked up with |
ενεργητική μετοχή | hooking up with |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
hook up with (en)
- το κάνω με κάποιον, κάνω φάση, έχω μια προσωρινή σεξουαλική σχέση
- ↪ He had hooked up with her friend at a party.
- Είχε γίνει μια φάση με μια φίλη της σε ένα πάρτυ.
- ↪ He had hooked up with her friend at a party.