κρεμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κρεμῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρεμώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρεμῶ → και δείτε τη λέξη κρεμάω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɾeˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρε‐μώ

κρεμώ

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]