ντουλάπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ντουλάπα | οι | ντουλάπες |
γενική | της | ντουλάπας | των | ντουλαπών |
αιτιατική | την | ντουλάπα | τις | ντουλάπες |
κλητική | ντουλάπα | ντουλάπες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντουλάπα < ντουλάπι + μεγεθυντικό επίθημα -α
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντουλάπα θηλυκό
- μεγάλο έπιπλο με πόρτα ή πορτόφυλλα στο οποίο κρεμιούνται ή τοποθετούνται ρούχα
[επεξεργασία]
- ντουλαπίτσα (υποκοριστικό)