ντουλάπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντουλάπι τα ντουλάπια
      γενική του ντουλαπιού των ντουλαπιών
    αιτιατική το ντουλάπι τα ντουλάπια
     κλητική ντουλάπι ντουλάπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντουλάπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική dolap + < περσική dōlāb دولاب
Ανοιχτό ντουλάπι κουζίνας.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /duˈla.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντου‐λά‐πι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντουλάπι ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]