μεγεθυντικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγεθυντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο μεγεθυντικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγεθυντικό ουδέτερο
- λέξη που παράγεται από άλλη λέξη και μεγαλώνει (ή υπερβάλλει) τη λέξη από την οποία προέρχεται, κατάληξη -ας και -άς κεφάλας, δοντάς, κοιλαράς
- η κουτάλα και η τριχάρα είναι μεγεθυντικά των λέξεων κουτάλι και τρίχα'
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγεθυντικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μεγεθυντικό
- αιτιατική ενικού του μεγεθυντικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μεγεθυντικός