κεφάλας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεφάλας αρσενικό
- αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι
- (σκωπτικό) που δεν καταλαβαίνει εύκολα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κεφάλας