-άς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -άς < ελληνιστική κοινή -ᾶς
- -άς < -άς(1)
- -άς < -άς(1)
Επίθημα[επεξεργασία]
-άς (2.θηλυκό: -ού) (3.θηλυκό: -ού, ουδέτερο: -άδικο/-ούδικο)
- επίθημα μετουσιαστικών ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα ή έξη σχετική με αυτό που δηλώνει η ρίζα της λέξης
- επίθημα μεγεθυντικών μετουσιαστικών ουσιαστικών που δηλώνει κάτι μεγαλύτερο ή περισσότερο απ' αυτό της πρωτότυπης λέξης
- επίθημα ανισοσύλλαβων μετουσιαστικών ονομάτων που δηλώνει κάτι μεγαλύτερο ή περισσότερο απ' αυτό της πρωτότυπης λέξης ή ότι του αρέσει αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -άς < ελληνιστική κοινή -ᾶς
Κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών[επεξεργασία]
-άς