έμψυχος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έμψυχος | η | έμψυχη | το | έμψυχο |
| γενική | του | έμψυχου | της | έμψυχης | του | έμψυχου |
| αιτιατική | τον | έμψυχο | την | έμψυχη | το | έμψυχο |
| κλητική | έμψυχε | έμψυχη | έμψυχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έμψυχοι | οι | έμψυχες | τα | έμψυχα |
| γενική | των | έμψυχων | των | έμψυχων | των | έμψυχων |
| αιτιατική | τους | έμψυχους | τις | έμψυχες | τα | έμψυχα |
| κλητική | έμψυχοι | έμψυχες | έμψυχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έμψυχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔμψυχος < ἐν (ἔμ-) + -ψυχος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈem.psi.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έμ‐ψυ‐χος
Επίθετο
[επεξεργασία]έμψυχος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που έχει ψυχή
- (ουσιαστικοποιημένο) τα έμψυχα: όλα τα ζωντανά όντα (άνθρωποι, ζώα)
- (γραμματική) που έχει ψυχή, ζωή όπως ο άνθρωπος, το ψάρι π.χ. σλοβακική lekár (γιατρός) και παράβαλε κλίση με την σλοβακική pohár (ποτήρι) → δείτε και τον όρο άψυχος
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- έμψυχο υλικό: οι άνθρωποι που υπηρετούν σε μια επιχείρηση, υπηρεσία κ.λπ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα έμ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ψυχος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)