γυναικάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝi.neˈkas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐ναι‐κάς
- τονικό παρώνυμο: γυναίκας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυναικάς αρσενικό
- που ενδιαφέρεται υπερβολικά για τις γυναίκες, που τις φλερτάρει συνεχώς και επιχειρεί μόνιμα την ερωτική επαφή μαζί τους