γυναίκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
γυναικ-
γυναικ-
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γυναίκα | οι | γυναίκες |
γενική | της | γυναίκας | των | γυναικών |
αιτιατική | τη | γυναίκα | τις | γυναίκες |
κλητική | γυναίκα | γυναίκες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Το σύμβολο του φύλου των γυναικών είναι το σύμβολο της Αφροδίτης.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυναίκα < μεσαιωνική ελληνική γυναίκα < αρχαία ελληνική γυνή (αιτιατική: γυναῖκα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷḗn- < *gʷen- (γυναίκα) + *-h₂-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝiˈnɛ.ka/
- συλλαβισμός : γυ‐ναί‐κα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυναίκα θηλυκό
- κάθε ενήλικος άνθρωπος θηλυκού φύλου (κατ' αντιδιαστολή προς το κορίτσι)
- ↪ παλιά υπήρχαν χωριστά εκλογικά τμήματα ανδρών και γυναικών
- για κορίτσι που μεγαλώνει και αποκτά τα χαρακτηριστικά ενήλικης γυναίκας
- ↪ δες τη Μαρία, μέσα σε λίγους μήνες έγινε από κοριτσάκι σωστή γυναίκα
- η σύζυγος
- ↪ σου τηλεφώνησε η γυναίκα σου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- γυνή (λόγιο)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
γυναίκα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάθε ενήλικος άνθρωπος θηλυκού φύλου
η σύζυγος
→ δείτε τη λέξη σύζυγος |
Κατηγορίες:
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)