γυναίκειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γυναίκειος | η | γυναίκεια | το | γυναίκειο |
γενική | του | γυναίκειου | της | γυναίκειας | του | γυναίκειου |
αιτιατική | τον | γυναίκειο | τη | γυναίκεια | το | γυναίκειο |
κλητική | γυναίκειε | γυναίκεια | γυναίκειο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γυναίκειοι | οι | γυναίκειες | τα | γυναίκεια |
γενική | των | γυναίκειων | των | γυναίκειων | των | γυναίκειων |
αιτιατική | τους | γυναίκειους | τις | γυναίκειες | τα | γυναίκεια |
κλητική | γυναίκειοι | γυναίκειες | γυναίκεια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυναίκειος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γυναίκειος < γυναικ(εῖος) + -ειος < αρχαία ελληνική γυναικεῖος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝiˈne.cos/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐ναί‐κειος
Επίθετο[επεξεργασία]
γυναίκειος
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του γυναικείος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γυναίκα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυναίκειος
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυναίκειος, από τον 9ο αιώνα < γυναικ(εῖος) + (μετακίνηση τόνου) -ειος < αρχαία ελληνική γυναικεῖος
Επίθετο[επεξεργασία]
γυναίκειος
- άλλη μορφή του γυναικεῖος
Πηγές[επεξεργασία]
- γυναίκειος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ειος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Μετακινήσεις τόνου (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ειος (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Επίθετα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)