Μετάβαση στο περιεχόμενο

ben

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: BEN

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ben (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ben bens

ben (fr) αρσενικό



Δανικά (da)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ben (da)



Μανξ (gv)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ben (gv)



Νορβηγικά (no)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ben (no)



Σουηδικά (sv)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ben (sv)



Τουρκικά (tr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ben < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐰢𐰤 (men, εγώ)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ben/

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

ben (tr)

Προσωπικές αντωνυμίες
ενικός
ΠτώσηΑ' πρόσωποΒ' πρόσωποΓ' πρόσωπο
ονομαστικήbenseno
αιτιατικήbenisenionu
δοτικήbanasanaona
τοπικήbendesendeonda
αφαιρετικήbendensendenondan
κτητικήbenimseninonun
πληθυντικός
ονομαστικήbizsizonlar
αιτιατικήbizisizionları
δοτικήbizesizeonlara
τοπικήbizdesizdeonlarda
αφαιρετικήbizdensizdenonlardan
κτητικήbizimsizinonların

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ben (tr)

Παράγωγα

[επεξεργασία]