size
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| size | sizes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]size (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μέγεθος, πόσο μεγάλο ή μικρό είναι ένα άτομο ή πράγμα
physical size - φυσικό μέγεθος
arranged according to size - τακτοποιημένα κατά μέγεθος
hail the size of walnuts - χαλάζι μεγέθους καρυδιού
The size of the earth/a mountain/a ship/a country.
- Το μέγεθος της γης/ενός βουνού/ενός πλοίου/μιας χώρας.
I am trying something on for size.
- Φοράω κάτι δοκιμάζοντας το μέγεθος.
- (μη μετρήσιμο) το μέγεθος, η μεγάλη ποσότητα ή έκταση κάτι
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το νούμερο, το μέγεθος, ένα από τα κανονικά μεγέθη στα οποία κατασκευάζονται και πωλούνται ρούχα, παπούτσια και άλλα προϊόντα
What size do you wear?
- Τι νούμερο φοράτε;
I wear size ten.
- Φορώ νούμερο δέκα.
size five shoes - παπούτσια νούμερο πέντε
all sizes of gloves - γάντια σ' όλα τα νούμερα
She can’t find shoes in her size because she’s small and they only exist in children’s (sizes).
- Δεν μπορεί να βρει παπούτσια στο νούμερό της γιατί είναι μικρό και υπάρχουν μόνο παιδικά.
He didn’t buy shoes because he didn’t find them in his size.
- Δεν αγόρασε παπούτσια, γιατί δε βρήκε στο μέγεθός του.
- (στα επίθετα) που έχει το μέγεθος που αναφέρεται
small-sized clothing - μικρά μεγέθη ρούχων
medium-sized clothing - μεσαία μεγέθη ρούχων
large-sized clothing - μεγάλα μεγέθη ρούχων