Μετάβαση στο περιεχόμενο

size

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
size sizes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

size (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μέγεθος, πόσο μεγάλο ή μικρό είναι ένα άτομο ή πράγμα
    παράδειγμα  physical size - φυσικό μέγεθος
    παράδειγμα  arranged according to size - τακτοποιημένα κατά μέγεθος
    παράδειγμα  hail the size of walnuts - χαλάζι μεγέθους καρυδιού
    παράδειγμα  The size of the earth/a mountain/a ship/a country.
    Το μέγεθος της γης/ενός βουνού/ενός πλοίου/μιας χώρας.
    παράδειγμα  I am trying something on for size.
    Φοράω κάτι δοκιμάζοντας το μέγεθος.
  2. (μη μετρήσιμο) το μέγεθος, η μεγάλη ποσότητα ή έκταση κάτι
    παράδειγμα  the size of the problem - το μέγεθος του προβλήματος
    παράδειγμα  the size of our trade with Egypt - η έκταση του εμπορίου μας με την Αίγυπτο
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη extent
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το νούμερο, το μέγεθος, ένα από τα κανονικά μεγέθη στα οποία κατασκευάζονται και πωλούνται ρούχα, παπούτσια και άλλα προϊόντα
    παράδειγμα  What size do you wear?
    Τι νούμερο φοράτε;
    παράδειγμα  I wear size ten.
    Φορώ νούμερο δέκα.
    παράδειγμα  size five shoes - παπούτσια νούμερο πέντε
    παράδειγμα  all sizes of gloves - γάντια σ' όλα τα νούμερα
    παράδειγμα  She can’t find shoes in her size because she’s small and they only exist in children’s (sizes).
    Δεν μπορεί να βρει παπούτσια στο νούμερό της γιατί είναι μικρό και υπάρχουν μόνο παιδικά.
    παράδειγμα  He didn’t buy shoes because he didn’t find them in his size.
    Δεν αγόρασε παπούτσια, γιατί δε βρήκε στο μέγεθός του.
  4. (στα επίθετα) που έχει το μέγεθος που αναφέρεται
    παράδειγμα  small-sized clothing - μικρά μεγέθη ρούχων
    παράδειγμα  medium-sized clothing - μεσαία μεγέθη ρούχων
    παράδειγμα  large-sized clothing - μεγάλα μεγέθη ρούχων