Μετάβαση στο περιεχόμενο

bana

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bana < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐰢𐰭𐰀 (maŋa, με)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bɑˈnɑ/

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

bana

  1. ben, στην δοτική του ενικού
    bana bak! - κοίτα με!
    bana biraz para verdi. - μου έδωσε κάποια χρήματα.
    o gazeteyi bana ver! - δώσε μου εκείνη την εφημερίδα!
Προσωπικές αντωνυμίες
ενικός
ΠτώσηΑ' πρόσωποΒ' πρόσωποΓ' πρόσωπο
ονομαστικήbenseno
αιτιατικήbenisenionu
δοτικήbanasanaona
τοπικήbendesendeonda
αφαιρετικήbendensendenondan
κτητικήbenimseninonun
πληθυντικός
ονομαστικήbizsizonlar
αιτιατικήbizisizionları
δοτικήbizesizeonlara
τοπικήbizdesizdeonlarda
αφαιρετικήbizdensizdenonlardan
κτητικήbizimsizinonların