βέβαια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
βέβαια
- χρησιμοποιείται (όπως και το βεβαίως) όταν θέλει ο ομιλητής
- να εκφράσει τη βεβαιότητά για κάτι
- να βεβαιώσει την απόλυτη συμφωνία του και για να τονίσει μια καταφατική απάντηση
- να τονίσει μια αντίθεση
- ως επιφώνημα, για να δηλώσει αντίθεση ή ειρωνεία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βέβαια
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βέβαια ουδέτερο
- ουδέτερο του βέβαιος, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού