βέβαια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
βέβαια
- εκφράζει τη βεβαιότητά για κάτι
- βεβαιώνει την απόλυτη συμφωνία, τονίζει μια καταφατική απάντηση
- τονίζει μια αντίθεση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
βέβαια!
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βέβαια
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βέβαια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του βέβαιος
- παλιότερος τύπος: βεβαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (βέβαιο) του βέβαιος
[επεξεργασία]
- ↑ βέβαια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)