certainly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]certainly < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική certeynly. Συγχρονικά αναλύεται σε certain + -ly.[1]
Επίρρημα
[επεξεργασία]certainly (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- absolutely
- sure thing
- → και δείτε τη λέξη definitely