absolutely

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

absolutely < absolute + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

absolutely (en)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη completely

Επιφώνημα[επεξεργασία]

absolutely (en)

  • σίγουρα, βέβαια
    Will we change some things? Absolutely!
    Θα αλλάξουμε κάποια πράγματα; Σίγουρα!

Συνώνυμα[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη definitely