τίποτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τίποτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τίποτα / τίποτε < αρχαία ελληνική τί ποτε < τίπτε[1]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
τίποτα άκλιτο & τίποτε
- (σε φράση με άρνηση) ούτε το παραμικρό, ούτε το ελάχιστο, το αντίθετο του κάτι
- δεν ζήτησε τίποτε;
- τίποτε δεν αγόρασε
- δεν θέλω τίποτα
- σε ερώτηση όπου δεν υπάρχει άρνηση, σημαίνει:
- αγόρασες τίποτε;
- κάτι το σημαντικό
- είναι τίποτε αυτός;
- (ουσιαστικοποιημένο) το παραμικρό, το ελάχιστο, το μηδαμινό
- φτιάχνει ιστορίες από το τίποτα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Το τίποτε ετυμολογικά είναι ορθότερο, αλλά η μορφή τίποτα εμφανίζεται συχνότερα στον σημερινό καθημερινό, τον λόγιο και τον γραπτό λόγο.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τίποτε άλλο, τίποτ' άλλο
- τίποτε άλλο; ή άλλο τίποτα;: κάτι τι περισσότερο
- με τίποτα, με τίποτε:
- για κανένα αντάλλαγμα
- για επιπλέον αντάλλαγμα
- με κανέναν τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τίποτα
[επεξεργασία]
- ↑ τίποτε - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.