αντίθεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντίθεση θηλυκό
- η θέση τινός έναντι ή απέναντι άλλου
- η εναντίωση, διαφωνία
- η φωτεινή αντίθεση: η διαφορά ισχύος ενός χρώματος, το κοντράστ