αντίθεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντίθεση | οι | αντιθέσεις |
γενική | της | αντίθεσης* | των | αντιθέσεων |
αιτιατική | την | αντίθεση | τις | αντιθέσεις |
κλητική | αντίθεση | αντιθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντίθεση θηλυκό
- η θέση τινός έναντι ή απέναντι άλλου
- η εναντίωση, η διαφωνία
- η φωτεινή αντίθεση: η διαφορά ισχύος ενός χρώματος, το κοντράστ