opono
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | opono | oponoj |
αιτιατική | oponon | oponojn |
opono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | opono | oponoj |
αιτιατική | oponon | oponojn |
opono (eo)