έναντι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]έναντι
- (παρωχημένο) απέναντι
- συγκριτικά
- (οικονομία) με κάποιο αντάλλαγμα
- (οικονομία) όχι πλήρως, που αποτελεί τμήμα οφειλής αλλά δεν αποπληρώνεται με αυτό το ποσό
- συμφωνήσαμε να δώσω το τριάντα τοις εκατό σαν προκαταβολή και μετά να δίνω κάθε βδομάδα εκατό ευρώ έναντι, μέχρι να συμπληρωθεί το ποσό, οπότε θα μου κόψει εξοφλητική απόδειξη