opposite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
opposite | opposites |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
opposite (en)
- το αντίθετο
- ↪ He is the exact opposite of his brother.
- Είναι το ακριβώς αντίθετο του αδελφού του.
- ↪ He is the exact opposite of his brother.
Επίθετο[επεξεργασία]
opposite (en)
- αντίθετος
- αντικρινός, αντικριστός
- ↪ the opposite side of the street - η αντικρινή πλευρά του δρόμου
- αντίθετος, αντίστροφος
Επίρρημα[επεξεργασία]
opposite (en)
- απέναντι, αντίκρυ, αντικρινά, αντικριστά
- ↪ the man opposite me in the train - ο αντικρινός μου στο τρένο
- ↪ when I found myself opposite him… - όταν βρέθηκα απέναντί του…
- ↪ Who is the man opposite us?
- Ποιος είναι ο άνθρωπος αντίκρυ μας;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη across from
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 77, 78, 93. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντίθετο, αντίθετος, αντικρινός, αντίκρυ, απέναντι