reverse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενεστώτας | reverse |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | reverses |
αόριστος | reversed |
παθητική μετοχή | reversed |
ενεργητική μετοχή | reversing |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- reverse < αγγλονορμανδική reverser < μέση γαλλική reverser < λατινική reverso < re- (ξανά) + verso (στρέφω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
reverse (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
reverse (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
reverse (en)
- το αντίστροφο