αντίθετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντίθετος < αρχαία ελληνική ἀντίθετος < ἀντί + τίθημι
Επίθετο[επεξεργασία]
αντίθετος, -η, -ο
- που βρίσκεται απέναντι από κάποιον
- στην αντίθετη όχθη
- που είναι ενάντιος σε κάποια κατάσταση, που διαφωνεί
- τόσην ώρα προσπαθώ να σου εξηγήσω ότι δεν είμαι αντίθετος στην προσπάθεια που γίνεται αλλά υπάρχει και καλύτερος τρόπος
- που είναι ανάποδος ή αντίστροφος
- τα δύο σήματα δείχνουν προς αντίθετες κατευθύνσεις
- διαφορετικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντίθετα
- αντιθετικά
- αντιθετικός
- αντιθετικότητα
- αντίθετο
- αντιθέτω
- αντιθέτως
- → δείτε τις λέξεις αντί και θέτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που διαφωνεί