contradictory
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | contradictory |
συγκριτικός | more contradictory |
υπερθετικός | most contradictory |
Επίθετο
[επεξεργασία]contradictory (en)
- αντίθετος, που δείχνει έλλειψη συμφωνίας μεταξύ δηλώσεων, γεγονότων, απόψεων ή ενεργειών
- ↪ two contradictory opinions/ideologies - δυο αντίθετες γνώμες/ιδεολογίες
- ↪ It’s contradictory to our goals.
- Είναι αντίθετο προς τις επιδιώξεις μας.
- ≈ συνώνυμα: clashing και conflicting