contradictory

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός contradictory
συγκριτικός more contradictory
υπερθετικός most contradictory

Επίθετο[επεξεργασία]

contradictory (en)

  • αντίθετος, που δείχνει έλλειψη συμφωνίας μεταξύ δηλώσεων, γεγονότων, απόψεων ή ενεργειών
    two contradictory opinions/ideologies - δυο αντίθετες γνώμες/ιδεολογίες
    It’s contradictory to our goals.
    Είναι αντίθετο προς τις επιδιώξεις μας.
     συνώνυμα:  clashing και conflicting

Πηγές[επεξεργασία]