conflicting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | conflicting |
συγκριτικός | more conflicting |
υπερθετικός | most conflicting |
conflicting (en)
- αντιφατικός, αντίθετος, συγκρουόμενος, αλληλοσυγκρουόμενος, για δύο ιδέες, ιστορίες, συναισθήματα κτλ. που δεν μπορούν να υπάρξουν μαζί ή και τα δύο να είναι αληθινά
- ↪ conflicting information - αντιφατικές πληροφορίες
- ↪ conflicting interests - αντίθετα συμφέροντα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη contradictory
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
conflicting (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- conflicting - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 77, 82. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντίθετος, αντιφατικός