conflict
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conflict | conflicts |
conflict (en)
- σύγκρουση (πολεμική, αθλητική, πολιτική ή άλλου είδους μάχη, αναμέτρηση, διαφωνία)
- σύγκρουση (αναντιστοιχία, ασυμβατότητα)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | conflict |
γ΄ ενικό ενεστώτα | conflicts |
αόριστος | conflicted |
παθητική μετοχή | conflicted |
ενεργητική μετοχή | conflicting |
conflict (en)