Μετάβαση στο περιεχόμενο

opposing

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

opposing (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. αντίπαλος, για ομάδες, στρατούς, κτλ., παίζουν, πολεμούν κτλ. ο ένας εναντίον του άλλου
      The opposing team is very good.
    Η αντίπαλη ομάδα είναι πολύ καλή.
  2. αντίθετος, για στάσεις, απόψεις κτλ., πολύ διαφορετικό
      opposing interests - αντίθετα συμφέροντα
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη opposite

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

opposing (en)