against

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πρόθεση

[επεξεργασία]

against (en)

  1. εναντίον, κατά, αντιτίθεμαι ή διαφωνώ με κάποιον ή κάτι
    ⮡  Why are you against her?
    Γιατί είσαι εναντίον της;
    ⮡  We are against war.
    Είμαστε κατά του πολέμου.
  2. αντίθετα σε
    against the current - αντίθετα στο ρεύμα
  3. σε αντίθεση με
    He refused to obey against everyone else
  4. κοντά σε
  5. μπροστά σε (κάτι που λειτουργεί ως φόντο)
    he saw him against the door - τον είδε μπροστά στην πόρτα
  6. σε
    The puppy rested its head against a paw.
  7. πάνω σε
    The rain pounds against the window.
  8. έναντι, σε αντάλλαγμα για, ως αντιστάθμισμα για