opposition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Opposition

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opposition (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) η αντίθεση, η αντίσταση, η εναντίωση, το να είναι κάποιος ή κάτι αντίθετος με κάποιον ή κάτι άλλο
    my opposition to his plans - η αντίθεση μου στα σχέδιά του
    The bill met a lot of opposition.
    Το νομοσχέδιο συνάντησε μεγάλη αντίσταση.
  2. ο ανταγωνισμός
    It faces stiff opposition in China.
    Αντιμετωπίζει σκληρό ανταγωνισμό στην Κίνα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη competition
  3. (πολιτική) η αντιπολίτευση
    The prime minister responded to the (political) opposition’s criticisms.
    Στις επικρίσεις της αντιπολίτευσης απάντησε ο πρωθυπουργός.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opposition (fr) θηλυκό