κέτσουα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κέτσουα < (άμεσο δάνειο) ισπανική quechua < κέτσουα qhichwa (περιοχή στο Περού) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κέτσουα θηλυκό άκλιτο
- (γλώσσα) η ιθαγενής γλώσσα της αυτοκρατορίας των Ίνκα της Νότιας Αμερικής που μιλιέται με πολλές διαλέκτους στον Ισημερινό, το Περού, τη Βολιβία και τη βόρεια Αργεντινή
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κωδικός γλώσσας: qu
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα κέτσουα (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)