λευκορωσικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | λευκορωσικά | ||
| γενική | των | λευκορωσικών | ||
| αιτιατική | τα | λευκορωσικά | ||
| κλητική | λευκορωσικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λευκορωσικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λευκορωσικός στον πληθυντικό
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /lef.ko.ɾo.siˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λευ‐κο‐ρω‐σι‐κά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λευκορωσικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- επίσημη γλώσσα της Λευκορωσίας (μαζί με τα ρωσικά). Ανήκει στις ανατολικές σλαβικές γλώσσες
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λευκορωσικά
