κοιλαράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοιλαράς < κοιλ(ιά) + μεγεθυντικό επίθημα -αράς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ci.laˈɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐λα‐ράς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοιλαράς αρσενικό (θηλυκό κοιλαρού)
- (μειωτικό) αυτός που έχει προτεταμένη ή γενικότερα μεγάλη κοιλιά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κοιλιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -αράς (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)