χοντρός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χοντρός | η | χοντρή | το | χοντρό |
| γενική | του | χοντρού | της | χοντρής | του | χοντρού |
| αιτιατική | τον | χοντρό | τη | χοντρή | το | χοντρό |
| κλητική | χοντρέ | χοντρή | χοντρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χοντροί | οι | χοντρές | τα | χοντρά |
| γενική | των | χοντρών | των | χοντρών | των | χοντρών |
| αιτιατική | τους | χοντρούς | τις | χοντρές | τα | χοντρά |
| κλητική | χοντροί | χοντρές | χοντρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χοντρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χονδρός που προφερόταν με [nd] (που δεν αλέστηκε πλήρως, είναι ογκώδης, χοντροκομμένος, χονδροειδής) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰrendʰ- (θρυμματίζω, κόβω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /xonˈdɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ντρός
- τονικό παρώνυμο: χόντρος
Επίθετο
χοντρός , -ή , -ό
- (για άνθρωπο) που έχει μεγάλο βάρος σε σχέση με το ύψος του, παχύς
- (για αντικείμενα) που έχει μεγάλη διάμετρο
- ένα χοντρό κλαδί
- (μεταφορικά) σοβαρός ως προς τις συνέπειές του
- χοντρή παρεξήγηση
- ※ Έκανε και δυο τρία χοντρά λάθη που παραλίγο να του στοιχίσουνε το ηθικό του. (Διονύσης Χαριτόπουλος (1976) Δανεικιά γραβάτα [διηγήματα])
- άγαρμπος, χωρίς καλλιέργεια και διακριτικότητα
- χοντρό αστείο
Άλλες μορφές
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
παχύς (άνθρωπος)
Πηγές
- χοντρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χοντρός - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη. online στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (ΚΕΓ,1-2)
- χοντρός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)