fat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | fat |
συγκριτικός | fatter |
υπερθετικός | fattest |
fat (en)
- παχύς, παχαίνω
- ↪ I have gotten/grown so fat that my waistcoat doesn’t button.
- Πάχυνα τόσο που το γιλέκου μου δεν κουμπώνει.
- ↪ I have gotten/grown so fat that my waistcoat doesn’t button.
- λιπαρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fat | fats |
fat (en)
- το λίπος
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) τα λιπαρά, ζωικά και φυτικά λίπη, ουσίες που περιέχουν λίπος που τρώει ένα πρόσωπο
- ↪ Milk contains fat.
- Tο γάλα περιέχει λιπαρά.
- ↪ yogurt/cheese with little fat - γιαούρτι/τυρί με λίγα λιπαρά
- ↪ Milk contains fat.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Βολαπούκ (vo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fat (vo)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
fat (fr)
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fat (sv)