fat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός fat
συγκριτικός fatter
υπερθετικός fattest

fat (en)

  1. παχύς, παχαίνω
    I have gotten/grown so fat that my waistcoat doesn’t button.
    Πάχυνα τόσο που το γιλέκου μου δεν κουμπώνει.
  2. λιπαρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fat fats

fat (en)

  1. το λίπος
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) τα λιπαρά, ζωικά και φυτικά λίπη, ουσίες που περιέχουν λίπος που τρώει ένα πρόσωπο
    Milk contains fat.
    Tο γάλα περιέχει λιπαρά.
    yogurt/cheese with little fat - γιαούρτι/τυρί με λίγα λιπαρά

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Βολαπούκ (vo)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fat (vo)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

fat (fr)



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fat (sv)