corpulent
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]corpulent (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- corpulent < λατινική corpulentus
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | corpulent | corpulents |
θηλυκό | corpulente | corpulentes |
corpulent (fr)