ευτραφής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευτραφής | η | ευτραφής | το | ευτραφές |
γενική | του | ευτραφούς* | της | ευτραφούς | του | ευτραφούς |
αιτιατική | τον | ευτραφή | την | ευτραφή | το | ευτραφές |
κλητική | ευτραφή(ς) | ευτραφής | ευτραφές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευτραφείς | οι | ευτραφείς | τα | ευτραφή |
γενική | των | ευτραφών | των | ευτραφών | των | ευτραφών |
αιτιατική | τους | ευτραφείς | τις | ευτραφείς | τα | ευτραφή |
κλητική | ευτραφείς | ευτραφείς | ευτραφή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ευτραφής, -ής, -ές
- (για άνθρωπο) ευγενική έκφραση για τον παχουλό